Αναβάθμιση εκτιμήσεων και προειδοποίηση για τα «κόκκινα» δάνεια.
Σε αναβάθμιση των προβλέψεών της για την ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας το 2017 και 2018, κατά 1% και κατά 0,3%, αντίστοιχα, προχώρησε η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD), προειδοποιώντας παράλληλα για τα υψηλά επίπεδα ιδιωτικού χρέους και μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Σε έκθεσή της για την ανάπτυξη των 37 χωρών στις οποίες έχει επενδύσει, την οποία δημοσιοποίησε χθες Τρίτη, η EBRD αναμένει τώρα ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της κυπριακής οικονομίας θα επιταχυνθεί το 2017 στο 3,5%, από 2,5% που ανέμενε στην προηγούμενη εκτίμησή της, τον Μάιο του 2017. Για το 2018 αναμένει ρυθμό ανάπτυξης 2,5%, από 2,2% που εκτιμούσε τον περασμένο Μάιο.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, η οικονομική δραστηριότητα επιταχύνθηκε το 2017, βασιζόμενη στην ισχυρή ανάκαμψη των προηγούμενων δύο ετών. Η αύξηση του ΑΕΠ εκτιμάται στο 3,6% για το πρώτο εξάμηνο του 2017, σε ετήσια βάση, οδηγούμενη από την ισχυρή επίδοση των τομέων του λιανικού και χονδρικού εμπορίου, των κατασκευών και της μεταποίησης, υπογραμμίζει.
Επιπλέον, τονίζει ότι οι βασικοί οικονομικοί δείκτες καταδεικνύουν ένα ακόμη εξαιρετικό έτος για τον τουρισμό, ο οποίος συνεχίζει να επωφελείται από την αστάθεια που υπάρχει σε άλλες περιοχές (κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2017 οι αφίξεις τουριστών ήταν περισσότερες κατά σχεδόν 15% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2016).
«Υπό το φως αυτών των τάσεων, αναβαθμίζουμε την πρόβλεψή μας για την ετήσια ανάπτυξη του ΑΕΠ για το 2017 από 2,5% σε 3,5%», αναφέρει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης. Συνεχίζοντας, η EBRD αναφέρει ότι αναμένει επίσης πως η σταθερή οικονομική ανάκαμψη θα συνεχιστεί το 2018, στον πιο συγκρατημένο ρυθμό του 2,5%.
Παρόλα αυτά, εξακολουθούν να υπάρχουν «σημαντικά» προσκόμματα, προειδοποιεί η EBRD, συμπεριλαμβανομένου του πολύ υψηλού επιπέδου (ιδιωτικού) χρέους που υπάρχει στην οικονομία και της μεγάλης κληρονομιάς των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 50% του συνόλου των δανείων και να αντιμετωπίζονται με αργούς ρυθμούς.