Σε ψηλά επίπεδα εξακολουθεί να είναι το χρέος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στην Κύπρο, παρά τη μερική αποκλιμάκωση. Αυτό προκύπτει από σχετική έκθεση της Κεντρικής Τράπεζας. Σύμφωνα με τα στοιχεία, στο 121,2% του ΑΕΠ μειώθηκε στο τέλος Μαρτίου 2017 το χρέος των νοικοκυριών και στο 144,2% του ΑΕΠ το χρέος των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων, αλλά εξακολουθούν να είναι υπερχρεωμένα/ες.
Ωστόσο, όπως διαπιστώνει η έκθεση της ΚΤ, τα εγχώρια νοικοκυριά έχουν θετική καθαρή χρηματοοικονομική θέση, δηλαδή τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού που κατέχουν (π.χ. μετρητά, καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα, επενδύσεις σε χρηματοοικονομικά μέσα), κατά μέσο όρο υπερκαλύπτουν το δανεισμό τους. Αντίθετα, η καθαρή χρηματοοικονομική θέση των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων προς το ΑΕΠ είναι αρνητική (δηλαδή τα χρηματοοικονομικά στοιχεία παθητικού τους είναι μεγαλύτερα από τα χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού τους).
Σύμφωνα με την έκθεση της ΚΤ, το χρέος του μη χρηματοοικονομικού ιδιωτικού τομέα έφθασε στο 265,4% του ΑΕΠ στο τέλος Μαρτίου 2017, έχοντας σημειώσει πτώση 2,9% από 268,3% το προηγούμενο τρίμηνο.
Σημειώνεται ότι στο τέλος Μαρτίου 2016, οι δείκτες χρέους των νοικοκυριών και των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων ως προς το ΑΕΠ ήταν 126,8% και 147,9%, αντίστοιχα.
Αναφέρεται επίσης ότι τα καθαρά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού (καθαρή αξία) των νοικοκυριών, μειώθηκαν στο 110,0% του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του 2017 σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο (113,7% του ΑΕΠ). Τα καθαρά χρηματοοικονομικά στοιχεία παθητικού των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων, παρέμειναν υψηλά στο 204,7% του ΑΕΠ στο τέλος Μαρτίου του 2017, παρουσιάζοντας μικρή αύξηση από το προηγούμενο τρίμηνο (202,1%).
Ειδικότερα, το χρέος των νοικοκυριών προς το ΑΕΠ, μειώθηκε στο 121,2% τον Μάρτιο του 2017 από το επίπεδο του 122,9% το τέταρτο τρίμηνο του 2016, συνεχίζοντας την πτωτική του πορεία. Η εξέλιξη αυτή, σύμφωνα με την έκθεση της ΚΤ, δείχνει ότι μολονότι τα εγχώρια νοικοκυριά παραμένουν υπερχρεωμένα, παρουσιάζονται κάποια σημάδια βελτίωσης.
Σημειώνεται ταυτόχρονα ότι, παρόλο που ο δείκτης του χρέους των νοικοκυριών είναι υψηλός σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μέσο όρο της ζώνης του ευρώ (58,2% του ΑΕΠ), θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα εγχώρια νοικοκυριά έχουν θετική καθαρή χρηματοοικονομική θέση, δηλαδή τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού που κατέχουν (π.χ. μετρητά, καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα, επενδύσεις σε χρηματοοικονομικά μέσα), κατά μέσο όρο υπερκαλύπτουν το δανεισμό τους.
Επίσης, η καθαρή χρηματοοικονομική θέση (καθαρή αξία) των νοικοκυριών, σημείωσε μείωση στο 110,0% του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του 2017 σε σύγκριση με 113,7% το τέταρτο τρίμηνο του 2016. Ο λόγος αυτός, σύμφωνα με ΚΤ, εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ζώνης του ευρώ (148,5%) το Μάρτιο του 2017. Οι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις των νοικοκυριών, ως ποσοστό των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν, αυξήθηκαν οριακά στο 56,3% κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017.
Όπως αναφέρεται, στο τέλος του Μαρτίου 2017, τα δάνεια εξακολούθησαν να αποτελούν το σημαντικότερο μέρος των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων των νοικοκυριών (85,4%). Κατά την ίδια περίοδο, τα μετρητά και οι τραπεζικές καταθέσεις συνέχισαν να συνιστούν το μεγαλύτερο μέρος των χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού των νοικοκυριών (62,3%), παραμένοντας σχετικά αμετάβλητα, τόσο σε αξία όσο και σε ποσοστό, από το προηγούμενο τρίμηνο.
Σε αδύνατη θέση οι επιχειρήσεις
Η καθαρή χρηματοοικονομική θέση των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων προς το ΑΕΠ είναι αρνητική (δηλαδή τα χρηματοοικονομικά στοιχεία παθητικού τους είναι μεγαλύτερα από τα χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού τους) και παρουσίασε αύξηση στο 204,7% στο τέλος Μαρτίου του 2017 από το επίπεδο του 202,1% στο τέλος Δεκεμβρίου του 2016.
Σύμφωνα με την ΚΤ, ο λόγος των χρηματοοικονομικών στοιχείων παθητικού προς τα χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού σημείωσε αύξηση στο 164,4% το πρώτο τρίμηνο του 2017 από 162,8% στο τέλος Δεκεμβρίου του 2016, υποδηλώνοντας, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της έκθεσης, ότι «οι μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις παραμένουν σε αδύνατη οικονομική θέση».